Αύξηση σε ποσοστό άνω του 20% στο καθαρό εισόδημα, θεαματική βελτίωση των συνθηκών εργασίας, σημαντική μείωση της ρύπανσης και της μόλυνσης του περιβάλλοντος, προστασία της υγείας του χειριστή, αλλά και μείωση των ατυχημάτων και δραστική μείωση του χρόνου εργασίας, είναι μερικά από τα πολλαπλά οφέλη που επιτυγχάνει ο χρήστης ενός σύγχρονου τεχνολογικού εργαλείου στον πρωτογενή τομέα.
Αυτό δήλωσε σε συνέντευξη που παραχώρησε στο ΑΝΑ-ΜΠΑ ο πρόεδρος του Συνδέσμου Εισαγωγέων Αντιπροσωπειών Μηχανημάτων (ΣΕΑΜ), Σάββας Μπαλουκτσής, σημειώνοντας ότι η χρήση σύγχρονου εξοπλισμού οδηγεί και στην αύξηση της απόδοσης της παραγωγής, ποιοτικής, αλλά και ποσοτικής.
Ο πρόεδρος του ΣΕΑΜ επισήμανε ότι εκτός από την οικονομική επιβάρυνση, η χρήση γερασμένων και τεχνολογικά απαξιωμένων μηχανημάτων έχει και πολλές άλλες σοβαρές επιπτώσεις. Διευκρίνισε δε ότι η παντελής έλλειψη ελεγκτικών διαδικασιών για την καταλληλόλητα ενός μηχανήματος οδηγεί στην κυκλοφορία γεωργικών μηχανημάτων που είναι επικίνδυνα στον χειρισμό τους, ρυπαίνουν το περιβάλλον και βλάπτουν τη δημόσια υγεία.
Τόνισε ότι πολλά από τα γεωργικά μηχανήματα που κυκλοφορούν είναι ανασφάλιστα, αναφέροντας ενδεικτικά ότι «σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Αστυνομίας τα τελευταία πέντε χρόνια περισσότερα από 200 σοβαρά ατυχήματα έχουν δηλωθεί με τη συμμετοχή αγροτικών μηχανημάτων, εκ των οποίων περισσότερα από 100 είναι θανατηφόρα».
Στο πλαίσιο αυτό σημείωσε ότι «είναι επιτακτική η ανάγκη περιοδικού τεχνικού ελέγχου (ΚΤΕΟ) όλων αυτών των γεωργικών μηχανημάτων, ώστε να εξασφαλιστεί η ασφαλής χρήση και κυκλοφορία τους, όπως άλλωστε ισχύει σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ». Επανέλαβε ότι «στο παρελθόν, ο σύνδεσμος έχει υποβάλει προτάσεις προς αυτή την κατεύθυνση, χωρίς όμως να τύχουν της προσοχής της πολιτείας και των αρμοδίων».
Οι ευθύνες, οι…εκπτώσεις και οι συνεργασίες
Η έλλειψη στρατηγικής της πολιτείας από τη μια μεριά, αλλά και επιδοματική πολιτική από την άλλη, είναι τα συστατικά εκείνα που «δεν λειτούργησαν ποτέ υπέρ της προσπάθειας για μείωση του κόστους παραγωγής και βελτίωση της ανταγωνιστικότητας» υπογράμμισε ο ίδιος. Διευκρίνισε δε πως «όταν ο αγρότης είχε εύκολη την βελτίωση του εισοδήματός του μέσα από τις επιδοτήσεις, δεν είχε σε πρώτη προτεραιότητα τον εκσυγχρονισμό του εξοπλισμού του και τη μείωση του κόστους του».
Πάντως, διατηρώντας την αισιοδοξία του: «Σήμερα που οι επιδοτήσεις μειώνονται, οι τιμές πώλησης των προϊόντων συμπιέζονται και το φορολογικό καθεστώς θα δημιουργήσει και φορολογικά κίνητρα, πιστεύουμε ότι θα δοθεί προτεραιότητα από τους αγρότες στην ανανέωση του εξοπλισμού τους». Πάντως, εν μέσω της οικονομικής δυσπραγίας στην Ελλάδα, οι καταστηματάρχες και εκπρόσωποι διαφόρων αντιπροσωπειών έχουν προβεί σε μείωση των τιμών τους.
«Όπως σε όλους τους κλάδους έτσι και στον δικό μας ισχύει ο νόμος της αγοράς» υπογράμμισε ο κ. Μπαλουκτσής και συμπλήρωσε: «Η μείωση της ζήτησης που είναι μεγάλη τα τελευταία χρόνια, όχι μόνο μας ανάγκασε να ρίξουμε τις τιμές, αλλά να κάνουμε και τη χρηματοδότηση των πωλήσεων μια και το τραπεζικό σύστημα δεν είναι ακόμη έτοιμο για τον δύσκολο γεωργικό τομέα. Δυστυχώς, ωστόσο, οι επιχειρήσεις του κλάδου κινούνται στα όρια των περιθωρίων κέρδους. Όσο χρειάζεται για να επιβιώσουν».
Σε ερώτηση για το εάν γίνονται εκπτώσεις στην εισαγόμενη τεχνολογία, ο κ. Μπαλουκτσής απάντησε: «Φυσικά εκπτώσεις στην τεχνολογία δεν μπορούμε να κάνουμε, διότι αυτή πλέον με το διαδίκτυο διαδίδεται με απίστευτους ρυθμούς. Πολλές φορές οι αγρότες, κυρίως οι νέοι, μαθαίνουν νωρίτερα από εμάς τις τεχνολογικές εξελίξεις και τις ζητούν”.
Κληθείς να σχολιάσει εάν με δεδομένη τη ζήτηση, αλλά στο δύσκολο οικονομικό περιβάλλον ευνοούνται οι συνεργασίες μεταξύ των παραγωγών, ο κ. Μπαλουκτσής επισήμανε: «Είναι γεγονός ότι σε άλλες χώρες, κυρίως της Β. Ευρώπης, είναι αρκετά διαδεδομένη η εκ περιτροπής χρήση γεωργικών μηχανημάτων από ομάδες γεωργών, τα γνωστά «rings». Στην Ελλάδα τόσο λόγω νοοτροπίας των αγροτών, όσο και αδυναμιών και μειονεκτημάτων στο μέγεθος αλλά και την διασπορά των αγροτικών εκμεταλλεύσεων, η πρακτική αυτή δεν έχει διαδοθεί».
Ωστόσο, όπως διευκρίνισε «στο μέλλον, υπό άλλες συνθήκες, αυτό μπορεί να εφαρμοστεί. Σε κάθε περίπτωση, κάθε προσπάθεια μείωσης του κόστους παραγωγής αλλά και των πάγιων επενδύσεων, που συνοδεύεται ή προέρχεται από τεχνολογικό εκσυγχρονισμό, είναι καλοδεχούμενη και ευεργετική για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας».
Η γεωργία ακριβείας προωθείται μεν, αλλά… θεωρείται προβληματική
Προβληματική, έως και «ανέφικτη» αξιολογεί την εφαρμογή της γεωργίας ακριβείας στην Ελλάδα ο πρόεδρος του ΣΕΑΜ. «Τα προαναφερόμενα προβλήματα και το χαμηλό επίπεδο εκμηχάνισης λειτουργούν ως αντίβαρο για την υιοθέτησή της σε μεγάλη κλίμακα» λέει.
Ωστόσο, κάνει σαφές ότι: «Ο κλάδος είναι αυτός που θα επενδύσει σε αυτόν τον τομέα, προκειμένου σε πρώτη φάση να ενημερώσει και σε δεύτερη φάση να προωθήσει τα συστήματα γεωργίας ακριβείας. Όπως άλλωστε έχει πράξει σε όλες τις μεγάλες εξελίξεις στην εκμηχάνιση. Ήδη, αρκετές επιχειρήσεις του κλάδου έχουν κάνει επιδείξεις και πωλούν τέτοια συστήματα, τουλάχιστον στην απλούστερη μορφή τους, για πλοήγηση είτε κατά τη διαδικασία της σποράς, είτε του ψεκασμού, είτε της λίπανσης».
Η έλλειψη εκπαίδευσης και κατάρτισης στον πρωτογενή τομέα
Απαντώντας σε ερώτηση του ΑΝΑ-ΜΠΑ για το εάν η έλλειψη εκπαίδευσης και κατάρτισης των παραγωγών, πρόβλημα που οι ίδιοι επισημαίνουν, αποτελεί βαρίδιο στη μετεξέλιξή τους και άρα στον εκσυγχρονισμό των εργαλείων που χρησιμοποιούν, ο επικεφαλής του ΣΕΑΜ σημείωσε: O σύνδεσμος έχει επανειλημμένως αναδείξει το πρόβλημα της έλλειψης εκπαίδευσης και κατάρτισης στον πρωτογενή τομέα, κάτι που έχει σοβαρό αντίκτυπο και στην εξέλιξη της εκμηχάνισης».
Επισήμανε ότι οι επιχειρήσεις του κλάδου των γεωργικών μηχανημάτων (μέλη του ΣΕΑΜ) προσπαθούν να καλύψουν τα κενά της πολιτείας. «Δεν υπάρχουν κατάλληλες σχολές, ούτε βέβαια και επαγγελματικά κίνητρα για να έχουμε εξειδικευμένους τεχνίτες γεωργικών μηχανημάτων. Τα σημερινά τρακτέρ είναι πολύ πιο σύγχρονα από τα επιβατικά αυτοκίνητα και όμως ούτε πιστοποιημένα συνεργεία υπάρχουν, ούτε πιστοποιημένοι τεχνίτες» τόνισε.
Το επίπεδο εκμηχάνισης της ελληνικής γεωργίας σε ..αριθμούς
Σήμερα το επίπεδο της εκμηχάνισης της ελληνικής γεωργίας, υπολείπεται σημαντικά έναντι των άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Στην Ελλάδα αντιστοιχεί 0,5 ελκυστήρας ανά γεωργική εκμετάλλευση, όταν στην Ιταλία ο αντίστοιχος δείκτης είναι 2,0, στην Ισπανία 1,9, στην Πορτογαλία 2,1 και στη Σλοβενία 3,7.
Τη 10ετία 1990-1999 στην Ελλάδα πουλήθηκαν 43.940 καινούργιοι ελκυστήρες και τη δεκαετία που ακολούθησε (2000-2009) πουλήθηκαν μόλις 20.045. «Και αυτό, σε μια περίοδο που δόθηκαν και επιδοτήσεις για αγορές εξοπλισμού» σχολίασε ο πρόεδρος του ΣΕΑΜ.
Ήδη ο ρυθμός τοποθέτησης νέων ελκυστήρων στην αγορά παρουσιάζει περαιτέρω ραγδαία μείωση, αφού τη 10ετία 1990-1999 είχαμε κατά μέσο όρο περίπου 4.400 νέους ελκυστήρες ετησίως και ο μέσος όρος αυτός μειώθηκε την επόμενη 10ετία 2000-2009 στους 2.000 ετησίως.
Το 2014, η αγορά έδωσε 1.817 νέους ελκυστήρες. Ακόμα χαμηλότερα καταγράφηκαν «το 2013 με 1.134 νέους ελκυστήρες. Απογοητευτική ήταν η εικόνα της αγοράς το 2012 με μόλις 543 νέους ελκυστήρες».
«Όπως αντιλαμβάνεστε, οι 1.000 ή 1.500 πωλήσεις ετησίως δεν μπορούν να αποτελέσουν έναν ικανό αριθμό αντικατάστασης του υπάρχοντος στόλου των γεωργικών ελκυστήρων, αν θέλουμε να μιλάμε για μηχανήματα στοιχειωδώς αποδοτικά, αλλά και τεχνολογικώς αποδεκτά» επισήμανε ο κ. Μπαλουκτσής.
Επιπλέον, από την επεξεργασία των στοιχείων του ΣΕΑΜ προκύπτουν τα εξής στοιχεία: από τους περίπου 180.000 ελκυστήρες, 21,6% είναι ηλικίας έως 15 ετών, είναι δηλαδή τα μηχανήματα που μπήκαν στην αγορά μετά το 1998, ποσοστό 21,2% είναι ηλικιών μεταξύ 16-25 ετών, δηλαδή τρακτέρ που μπήκαν στην αγορά από το 1989 έως το 1998, 55,9%, δηλαδή σχεδόν τα μισά είναι από 26-40 ετών, μπήκαν δηλαδή στην αγορά πριν το 1989, ενώ υπάρχει και ένα ποσοστό 1,4% που είναι άνω από 40 ετών, δηλαδή εισήχθησαν πριν το 1974. Στο πλαίσιο αυτό καθίσταται σαφές ότι «η μέση ηλικία όλων αυτών των τρακτέρ είναι περίπου 25 έτη» κατέληξε ο κ. Μπαλουκτσής.
ΑΝΑ-ΜΠΑ (27-1-2016)